υπερηθική

υπερηθική
η, Ν
(φιλοσ.) η εκτέλεση τού καλού κατά απόλυτο, υπερβολικό τρόπο, με άμεση συνέπεια την εκμηδένιση τής ατομικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ηθική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”